- πρόσθεν
- και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα ΑΑ' (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ.1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ' αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.)2. για κάποιον ή για κάτι, υπερασπίζοντας κάποιον («πρόσθε φίλων τοκέων ἀλόχων τε καὶ υἱῶν» Ομ. Ιλ.)3. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) εμπρός, προς τα εμπρός («πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα», Ομ. Ιλ.)4. (σε δήλωση προτιμήσεως) μπροστά από κάτι, πάνω από κάτι (α. «τὴν δ' Ἀφροδίτην πρόσθ' ἄγειν τοῡ Βακχίου», Ευρ.β. «αἰσχρὰ πρόσθεν τοῡ καλοῡ ζητεῑν», Ευρ.)II. χρον.1. προηγουμένως, πριν από (α «πρόσθ' ἄλλων», Ομ. Ιλ.β. «τοῡ χρόνου πρόσθεν θανοῡμαι», Σοφ.γ. «πρόσθεν ἑσπέρας», Ξεν.). Β' (ως επίρρ.) Ι. τοπ.1. μπροστά από κάτι ή στο μπροστινό μέρος (α. «πρόσθε λέων ὄπιθεν δὲ δράκων», Ομ. Ιλ.β. «πρόσθε δὲ οἱ ποίησε γαλήνην», Ομ. Οδ.)2. φρ. α) «ὁ πρόσθεν» — ο πρώτος, στην πρώτη σειράβ) «τὰ πρόσθεν»(για άλογο) τα μπροστινά πόδιαγ) «προῆγε εἰς τὸ πρόσθεν» — οδηγούσε, προχωρούσε μπροστά (Πολ.)3. (με ρήματα κινήσεως) μπροστά, πιο μπροστά (α. «ἐς τὸ πρόσθε παριέναι», Ηρόδ.β. «πάριτ' ἐς τὸ πρόσθεν»,. Αριστοφ.γ. «πρόσθε ἡγεμονεύειν», Ομ. Οδ.)II. χρον.1. προηγουμένως, πριν («οὗ καὶ πρόσθε ἀρίστη φαίνετο βουλή», Ομ. Ιλ.)2. (με το άρθρο) ο προηγούμενος, ο παλαιός (α. «τοῡ πρόσθεν Κάδμου τοῡ Μάλαι τ' Ἀγήνορος», Σοφ.β. «οἱ πρόσθεν πόνοι» — τα περασμένα βάσανα, Αισχύλ.)γ) «ἡ πρόσθεν ἡμερα» — η προηγούμενη μέρα, χτες, Ξεν.)3. φρ. α) «τὸ πρόσθεν» — προηγουμένως, πρίνβ), «ταυτὰ τῷ πρόσθεν» — τα ίδια με τα προηγούμενα. Γ' (σε συνδυασμό με άλλο μόριο)1. προτού, πριν από («οὐ πρόσθεν... πρίν γε... με ἴδηται», Ομ. Οδ.·)2. πρώτα («πρόσθεν ἂν ἀποθάνοιεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοῑεν», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού επιρρ. πρόσθε(ν) οδηγεί στην πρόθεση πρό (πρβλ. από-προ-θεν), οπότε το -σ- τού τ. θα μπορούσε να θεωρηθεί προϊόν αναλογικής επίδρασης από τα επιρρ. ἔκτοσθε(ν), ἔντοσθε(ν), πρόσω (πρβλ. και ὄπισθεν / ὄπιθεν). Δυσερμήνευτη είναι και η εναλλαγή στην επιρρ. κατάλ. -θε(ν) / -θα (βλ. και λ. -θε, -θα)].
Dictionary of Greek. 2013.